- διλημματικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στο δίλημμα ή προκαλεί δίλημμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διλημματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δίλημμα 2. αυτός που βρίσκεται σε δίλημμα 3. αυτός που περιέχει δίλημμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίλημμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] … Dictionary of Greek